Μαρί Eλ

Μαρί Eλ
(Mari El). Αυτόνομη Δημοκρατία της Ρωσίας (έκταση 23.200 τ. χλμ., 750.300 κάτ. το 2002) στην διοικητική περιοχή του Βόλγα, με πρωτεύουσα την Ιοσκάρ Ολά (276.500 κάτ.). Ιδρύθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1936 ως Μάρι και άλλαξε την ονομασία της σε Μ. Ε. το 1991. Οι κάτοικοι της είναι κυρίως Μαρί και Ρώσοι· οι πρώτοι είναι λαός Φινο-Ουγγρικής καταγωγής, ενώ οι ρωσικές εγκαταστάσεις στην περιοχή χρονολογούνται κατά τον 16ο αι. Το κλίμα είναι μάλλον ψυχρό, με σύντομα και δροσερά καλοκαίρια. Ο κύριος φυσικός της πλούτος είναι ο δασικός, καθώς τα δάση καλύπτουν το 53% του εδάφους της. Η βιομηχανία μηχανοκατασκευών, κυτταρίνης και χαρτιού είναι αξιόλογη, όπως και η γεωργία της (σίκαλη, σιτάρι). Η κτηνοτροφία ειδικεύεται στην εκτροφή βοοειδών και χοίρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μάρι — (Mari). Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Βρίσκεται στον μέσο ρου του Ευφράτη, στη σημερινή τοποθεσία Τελ Χαρίρι της Συρίας. Οι αρχαιολογικές έρευνες ξεκίνησαν το 1933 από μία γαλλική αποστολή κάτω από τη διεύθυνση του Παρό. Ύστερα από ανασκαφές… …   Dictionary of Greek

  • μάρι — μάρις fem voc sg μάρῑ , μάρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρί, Πιερ — (Pierre Marie, Παρίσι 1853 – Πραντέ 1940). Γάλλος νευρολόγος. Υπήρξε ο πρώτος που περιέγραψε την κλινική εικόνα πολυάριθμων παθολογικών καταστάσεων, ανάμεσα στις οποίες το σύνδρομο Μ. Μπάμπεργκερ, η παρεγκεφαλιδική κληρονομική αταξία, το σύνδρομο …   Dictionary of Greek

  • Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και …   Dictionary of Greek

  • Ζακάρ, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Jacquard, Λιόν 1752 – Ουλέν 1834). Γάλλος μηχανικός, εφευρέτης του ομώνυμου υφαντουργικού αργαλειού. Διδάχτηκε την υφαντική τέχνη στο οικογενειακό του περιβάλλον (ο πατέρας του ήταν υφαντουργός) και το 1801 παρουσίασε στη… …   Dictionary of Greek

  • Λεζάντρ, Αντριέν-Μαρί — (Adrien Marie Legendre, Τουλούζ 1752 – Παρίσι 1833). Γάλλος μαθηματικός. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής μαθηματικών στη Στρατιωτική Σχολή και στη συνέχεια στην École Normale. Το 1812 προσελήφθη στο Γραφείο Μέτρων και Σταθμών με… …   Dictionary of Greek

  • Λεκόντ ντε Λιλ, Σαρλ-Μαρί — (Charles Marie Leconte de Lisle, Σεν Πολ, Ρεϊνιόν 1818 – Λουβεσιέν 1894). Γάλλος ποιητής. Ταξίδεψε στην Ανατολή και επέστρεψε στη Γαλλία. Οπαδός του Φουριέ, τάχθηκε το 1848 με τους δημοκρατικούς, αλλά ο ενθουσιασμός του για την πολιτική υποχώρησε …   Dictionary of Greek

  • Μπουλανζέ, Ζορζ Ερνέστ Ζαν Μαρί — (George Ernest Jean Marie Boulanger, Ρεν 1837 – Βρυξέλλες 1891). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Πολέμησε στην Ιταλία (1859), στην Ινδοκίνα (1861 64) και στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870. Το 1884 προάχθηκε σε υποστράτηγο και στάλθηκε επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”